αυτενεργός

αυτενεργός
η , ό [ός , όν ]
1) действующий самостоятельно, по собственной инициативе; 2) спонтанно, самопроизвольно возникающий (об излучениях и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αυτενεργός" в других словарях:

  • αυτενεργός — ό [ενεργός] αυτός που ενεργεί ή λειτουργεί με τις δικές του δυνάμεις, χωρίς εξωτερική επέμβαση …   Dictionary of Greek

  • αυτενεργώ — αὐτενεργῶ ( έω) ενεργώ από μόνος μου, με τη θέλησή μου, χωρίς να παρακινούμαι από άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτενεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Γ. Αντωνόπουλο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»